Έχω ένα σκούτερ, κληρονομιά. Από τότε που εμφανίστηκε το μεγαλύτερο μηχανάκι, έχει πέσει σε αχρηστεία. Σκουριάζει.
Να πω την αλήθεια, όταν κατάλαβα τη διαφορά σε ασφάλεια που είχε η νιούργια από το μικρό, το φοβόμουν. Φοβόμουνα να το καβαλάω, ένοιωθα εκτεθειμένος. Ακόμα και σε παπάκι αισθανόμουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Μπορεί να έφταιγε και η κληρονομιά.
Έχω το Λευτέρη που τον ξέρω 10 χρόνια. Αλβανός που ήρθε στα μέρη μας μικρός. Μέσα στις τόσες δουλειές που έκανε, γνώρισε την Αντριάνα και σκάρωσαν 2 κουτσόβελα. Τις προάλλες που με βρήκε, ζήτησε το σκούτερ. Στη κουβέντα μου είπε ότι η γυναίκα του ήταν και πάλι έγγυος. Αυτή τη φορά, δίδυμα κοριτσάκια. Τρελάθηκα. Εκείνος ακόμα περισσότερο τρελαμένος. Μια χαρά απίστευτη, ένα χαμόγελο που δεν κρυβόταν.
Σήμερα του το έδωσα. Τα χέρια δώσαμε, τα λεφτά ήταν όσα περισσότερα δεν ντρεπόμουν να ζητήσω. Σε δόσεις μάλιστα. Με ευχαρίστησε 6-7 φορές. Άλλες τόσες μου έδωσε το χέρι. Χαρούμενος με τη γυναίκα, χαρούμενος από τα παιδιά που έρχονται, χαρούμενος και από το σκούτερ, που άργησε ένα χρόνο να το ζητήσει σοβαρά. Χαρούμενος κι εγώ, η κληρονομιά θα φταίει.