Κάθεσαι να φας ψάρια δίπλα στο κύμα. Ακούς τη θάλασσα να κυματίζει και η βραδινή ψύχρα είναι λυτρωτική από το ολοκαύτωμα της ημέρας.
Παραγγέλνεις ούζο, μπύρα ή οτιδήποτε άλλο χρειάζεσαι για να ξεδιψάσεις.
Σύντομα φτάνουν και οι πρώτοι μεζέδες: χταπόδι (κατ.) - καλαμάρι (κατ.) - ψιλά ψαράκια.
Είσαι ο βασιλιάς της ζούγκλας!!!
Της Αθήνας βασικά, λόγω συγκέντρωσης πληθυσμού, αλλά ίσως και της Ελλάδας. Νοιωθεις λίγο από Κοκό πριν το '67 εγχωρίως.
Έχεις παραγγείλει μάλιστα και "πελαγίσιες" (ιχθ.).
Όλα είναι τέλεια. Η παρέα είναι σε κέφια και το αλκοόλ βοηθάει περισσότερο τα γέλια να ακουστούν και στα διπλανά τραπέζια.
Κι εκεί που έχεις εγκλωβίσει το χρόνο, ξαφνικά, εμφανίζονται οι απρόσκλητοι μουσικοί...
Προσπαθείς να καταλάβεις τι ψυθιρίζουν, τι τραγουδούν. Σχεδόν μάταιο, οι ήχοι από τα "όργανα" δεν αφήνουν πολύ χώρο. Ακούς κάτι σχεδόν ρυθμικό.
Οι επιλογές είναι τρεις (συνήθως):
α. βάζεις το χέρι στη τσέπη και δίνεις και καμιά παραγγελιά. Φωνάζεις το γκαρσόν(ι) να φέρει καθαρά ποτήρια Yioula να κεράσεις. Χορεύεις. Χορεύει η παρέα. Λεπτά αυθόρμητου γλεντιού που παρασύρουν κι άλλο το μυαλό σου.
β. βάζεις το χέρι στη τσέπη, βγάζεις ότι νομίζεις και τους "ευχαριστείς". Οι διπλανοί σου μπορεί να τους έχουν περισσότερο ανάγκη (βλέπε επιλογή α.)
γ. δεν βάζεις το χέρι στη τσέπη. Περιμένεις να φύγουν.
Αμ δε! Εκεί! Να γυρίσουν όλο το τραπέζι, να περάσουν δίπλα από όλους, μπας και κάποιος "φιλοτιμηθεί" να τους "διώξει" (σ.σ. βάζοντας το χέρι στη τσέπη). Παρακαλάς, οι διπλανοί σου να μην τους έχουν περισσότερο ανάγκη από 'σένα. Κοιτάς και τα κινητά που υπάρχουν στο τραπέζι, μην κάνουν φτερά...
Και βέβαια κάποιος φταίει: εκείνοι, εγώ ή ο μαγαζάτορας;
Κανείς δεν τους κάλεσε, κανείς δε μπαίνει στο κόπο να τους διώξει...
.